- ὑπεραυξάνει
- ὑπεραυξάνωincrease above measurepres ind mp 2nd sgὑπεραυξάνωincrease above measurepres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπεραυξάνω — ὑπεραυξάνω ΝΜΑ, και ὑπεραύξω Α αυξάνω υπέρμετρα κάτι («η πολιτική αυτή υπεραυξάνει τα ελλείμματα») μσν. αρχ. (αμτβ.) αυξάνομαι υπέρμετρα, παρουσιάζω υπερβολική αύξηση («ὑπεραυξάνει ἡ πίστις ὑμῶν καὶ πλεονάζει ἡ ἀγάπη», ΚΔ) αρχ. 1. μέσ.… … Dictionary of Greek
ВЕРА — один из главных феноменов человеческой жизни. По своей природе В. разделяется на религ. и нерелиг. «Все, что совершается в мире, даже людьми, чуждыми Церкви, совершается верою... весьма многие дела человеческие основаны на вере; и этому не одни… … Православная энциклопедия